- πελεκοφόρος
- ὁ, Αβλ. πελεκυφόρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πελεκοφόροι — πελεκοφόρος axe bearer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελεκυφόρος — ο / πελεκυφόρος, ον και πελεκοφόρος, ὁ και πελεκηφόρος, ὁ, ΝΜΑ οπλισμένος με πέλεκυ νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η πελεκυφόρος είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεκυς + φόρος*. Ο νεοελλ. τ. πελεκυφόρα είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. pelecyphora] … Dictionary of Greek